-
1 оборудовать
-
2 оборудовать
-дую, -дуешьρ.δ.κ.σ.μ. εξοπλίζω, εφοδιάζω με μέσα κάνω εγκαταστάσεις,εξοπλίζομαι, εφοδιάζομαι με μέσα.
См. также в других словарях:
εξοπλίζω — εξόπλισα, εξοπλίστηκα, εξοπλισμένος, μτβ. 1. οπλίζω κάποιον εντελώς, τον εφοδιάζω με όπλα, αρματώνω. 2. εφοδιάζω πλοίο με όλα τα απαραίτητα για ταξίδι ή για πόλεμο, το αρματώνω. 3. εφοδιάζω με τα αναγκαία: Εξοπλίστηκε το γραφείο επιτέλους. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)